Saturday, May 7, 2016

Νάου γιού κάν όλ γκό φάκ γιουρσέλβς φέρλι λάϊβλι, φαδερφάκερς

Δυο φορές μου ζήτησαν να ορκιστώ πίστη στην πατρίδα. (όχι την ίδια!)


Από μικρός ασφυκτιούσα με όλα και ασκούσα κριτική στα πάντα, έκανα ερωτήσεις με κάποια ουσία στο εαυτό μου και με τα λίγα που μάθαινα από αυτές έκανα “κονφρόντ” και τα 'σπαγα με τους πάντες, τον πατέρα μου, τον τότε τόπο μου, τη μάνα μου, τους συγγενείς, τους φίλους, τους συμμαθητές μου, τους δασκάλους/καθηγητές, τον εαυτό μου...αγάπες!
Έν πάση περιπτώση, όπως προείπα με όλους, ένα περίεργο πράγμα όμως, δυσκολευόμουνα να μισήσω, κυρίως τους ανθρώπους τριγύρω μου, αλλά και τον εαυτό μου, από εδώ το 'φερνα από εκεί το πήγαινα όταν το σκεφτόμουν λίγο περισσότερο όσο και άν τους την έλεγα, στο τέλος κάτι θα βρίσκα να τους δικαιολογήσω στον εαυτό μου αλλά και τη δική μου στάση σε μένα επίσης. Από την μεριά τους όλοι αυτοί, όσα και να έκανα - όντως ατίθασος και πολλές αμαρτίες περιπεσών - στο τέλος τέλος μου τα συνχωρούσαν όλα...ο γιός του Πάρη βλέπεις...συν το ότι, ότι και να γινόταν και ότι και να 'κανα, μές' στην καλή χαρά ένα πράγμα ο κύριος γλυκοσυμορίτης, μεγάλο πλατύ χαμόγελο, χαβαλέ...τα πάντα όλα...


Και ερχόμαστε στο σημείο του πρώτου όρκου στην πρώτη έκ των δύο πατρίδων, το ένδοξο πολυχρονεμένο Γιουνανιστάν.


Στα τέλη του Γενάρη του '94 παρουσιάστηκα στο κέντρο νεοσυλλέκτων του πεζικού στην Κόρινθο μαζί με μισό τσούρμο από συμμαθητές μου.
Πριν καν' μπούμε μέσα, η συντριπτική πλειοψηφία από 'μας δεν έβρισκε την ιδέα της στράτευσης/μαντρόματος διόλου γοητευτική, τουλάχιστον στα λόγια, με εξαίρεση τον έναν κάποιο καμαρωτό ελληναρά στρατόκαβλο. Ο καθένας από μας, είχε καταστρώσει το δικό του σχέδιο για το πως θα διαχειριζόταν το σύντομο μέλλον του στα "Γιουνανικά στρατά". Φτάνοντας στο σημείο αυτό, τις πύλες του 6ου Συντάγματος πεζικού, ήταν από μόνο του μια ένδειξη για το μέγεθος της πατάτας που ενδέχετω ο πάσα ένας από εμάς να κολάτσιζε. Με αλλά λόγια...ή δεν είχες “τραπεζίτη” να σε βάλει στην αεροπορία ή ήσουν αντίθετος, ως εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον, με τη χρήση "βύσματος" ή είχες πάρει το όλο θέμα στο χαβαλέ και νόμιζες ότι θα τι βγάλεις καθαρή κατα κάποιον μαγικό τρόπο “αγκένστ όλ δι όντς” ή το είχες αφήσει χύμα προς στιγμή και αν τα πράγματα όδευαν προς το μελαχρινόν και δεν την πάλευες άλλο, θα 'βαζες μπροστά το σχέδιο Β, γνωστό και ως "μπάρμπας στην Κορώνη".
Τις πρώτες δυο-τρεις μέρες, όπως υποψιάζομαι ότι συμβαίνει σε όλα τα κέντρα νεοσυλλέκτων, έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μόδερ, όλα τριγύρω μας ήταν καινούργια και χωρίς λογική!
Μετά το πέρας αυτών των πρώτων χαοτικών μερών, σε μια από τις πρώτες αναφορές, μας ξεψάχνισαν με σκοπό να βρούν τις τυχόν ικανότητες μας για τις λογίων λογίων αγκαρίες.
Εγώ δήλωσα το παρών ως γνώστης ραπτικής χωρίς να μπορώ να περάσω την κλωστή μέσα από το μάτι της βελόνας απογουτέυοντας οικτρά τον "παλιό" που με διάλεξε για τις μηχανές ραπτικής, όμως αντί να με κάνει πάσα πίσω στο λόχο με έστειλε κολυόμενο στις πρέσες των σιδερωτηρίων, να σιδερώνω μαζί με κάποιους άλλους νέους τις στολές όλων μας ως τη μέρα της ορκωμοσίας μας.
Ήρθε λοιπόν η επίφοβη αυτή μέρα και ώρα που έπρεπε να ορκιστούμε πίστη στην πατρίδα υποταγή στο σύνταγμα και “μπλα μπλα μπλα και μόρ εθνικοπατριωτικό μπλα…”
Εκείνη τη μέρα εκατοντάδες "νέοι" παρέλασαν μπροστά σε κάτι “τόπ καραβανόσκυλα” μέσα στο στρατόπεδο ντυμένοι στις ολοκαίνουργιες φρεσκοσιδερωμένες από τα χεράκια μας στολές εξόδου και αφού τελείωσαν το “ιντένς” πάνω κάτω στάθηκαν προσοχή στοιχισμένοι και έτοιμοι ως καλά “μπράντ νιού”, σχεδόν του κουτιού στρατιωτάκια έτοιμοι για τον όρκο.
Η αφεντιά μας, η προσωρινή "ράτσα των κολυόμενων", σπρώχτηκαμε άρων άρων στο τέλος των συστοιχιών μετά το πέρας της παρέλασης, μισοκακοντυμένοι, αγυάλιστοι, αξύριστοι και απαρέλαστοι να πούμε μαζί με τους άλλους το "ποίμα".
Εγώ όμως ήξερα τι θα κάνω, θα τραγουδούσα το ίδιο τραγούδι που ένας φίλος είχε τραγούδησει 8 χρόνια πριν, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με την ίδια κατάσταση, έτσι με περίσω φόβο αλλά αρκετή αποφασιστικότητα άρχισα να τραγουδάω κατ' έκπληξη των αυτιών των συναδέλφων κολυόμενων “νέχτ του μί…”

“...σί δίζ άϊς σό γκρίν άϊ κάν στέρ φόρ έϊ θάουσεντ γίερς κόλντερ δέν δέ μούν…”